μαξούλι

μαξούλι
το (Μ μαξούλι(ν)
προϊόν, εσοδεία, συγκομιδή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. mahsul].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • μαξούλι — το (λ. τουρκ.), η σοδειά, η συγκομιδή: Φέτος δεν είχαμε πολύ μαξούλι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”